Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Μην πετάτε γλάστρες απ τη ταράτσα



Το 1973 ήμουν 9 χρονών. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τα έζησα απ το μπαλκόνι του σπιτιού μου στη πλατεία Εξαρχείων. Και από τα όσα θυμάμαι να συζητούσαν η μεγαλύτερη αδερφή μου και τα ξαδέρφια μου. Ηταν πολλά αυτά που δεν καταλάβαινα. Και πολλά αυτά που ανακάλυψα μόνος μου. Και που στο πέρασμα των χρόνων σχεδόν με ανάγκασαν να γίνω αριστερός. Γιατί ο αγώνας για τη δημοκρατία και την ελευθερία είναι διαρκής. Είναι στάση ζωής. Δεν είναι μια απλή διακήρυξη. 
Πολλά απ όσα έζησα τότε, μου εντυπώθηκαν στη μνήμη ανεξίτηλα. Γι αυτά θέλω να σας γράψω σήμερα.
Γιά το ραδιόφωνο που έπαιζε το σταθμό του Πολυτεχνείου. Γι αυτή τη γυναικεία φωνή που κραύγαζε "Κάτω η Χούντα" και που εγώ μη ξέροντας τί σημαίνει, τη μπέρδευα με τη φούντα της κουρτίνας του σαλονιού μας και προσπαθούσα να καταλάβω τί κακό μπορεί να έχει κάνει ένα τόσο δα πραγματάκι γεμάτο με λευκά απαλά κρόσια.
Γιά εκείνο το βράδυ θέλω να σας πω. Που η Σπύρου Τρικούπη ήταν γεμάτη με πεσμένους φοιτητές. Γιά τα ασθενοφόρα που κατέφθαναν. Με τις σειρήνες τους να ηχούν δαιμονισμένα. Γιά εκείνους τους τραυματιοφορείς θέλω να σας γράψω. Που κατέβαιναν βιαστικά από τα ασθενοφόρα. Και κάτω απ τις λευκές στολές τους κρυβόντουσαν κάτι άλλες στολές. Στρατιωτικές ήταν. Ο ξάδερφός μου έλεγε πως ήταν ΕΣΑτζήδες. Και τους φοιτητές δεν τους πήγαιναν σε κάποιο νοσοκομείο. Αλλά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας. Εγώ όμως δεν τα ήξερα αυτά. Μόνο το χακί χρώμα των στολών τους μπορούσα να διακρίνω. Και αυτό θυμάμαι και σήμερα.
Γιά την ταράτσα της πολυκατοικίας μας θέλω να σας γράψω. Που ήταν γεμάτη φοιτητές. Που πετούσαν γλάστρες κάτω στο δρόμο. Στην οδό Αραχώβης. Τρομαγμένος ο πατέρας μου με πήρε από το χέρι και ανεβήκαμε ως εκεί. Ανεβήκαμε να παρακαλέσουμε τους φοιτητές να σταματήσουν. Ανεβήκαμε να τους πούμε πόσο φοβόμασταν. Πως ήμασταν μαζί τους τους είπαμε, αλλά φοβόμασταν. Και τότε μιά φοιτήτρια με χακί αμπέχονο, με μάτια κόκκινα, με δάχτυλα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη και φωνή βραχνή, σχεδόν αντρική, μας είπε αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου. Ισως την πρώτη μεγάλη αλήθεια που άκουσα στη ζωή μου
"Μην ανησυχείς μπάρμπα. Ολοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε"
Γιά τους πυροβολισμούς την επόμενη θέλω να σας γράψω. Γιά κείνη τη σφαίρα που καρφώθηκε στη τζαμαρία του ψητοπωλείου του Κατσιρούμπα θέλω να σας πω. Που αργότερα ο Λιβάνης έκανε καφέ-βιβλιοπωλείο. Γιά το VOX σας λέω. Που σήμερα είναι αυτοδιαχειριζόμενο καφέ. Που στα υπόγειά του συνεδρίαζε στη κατοχή το ΕΑΜ Αθήνας.
Για το σχολείο μου θέλω να σας πω. Γιά τη δασκάλα μας της δευτέρας δημοτικού, την κυρία Αλκμήνη Κιριτσοπούλου. Που μιά μέρα η Χούντα την έπαυσε και βρήκαμε μπροστά μας μιά άλλη δασκάλα. Αλλά εμείς δεν μείναμε στη τάξη. Βγήκαμε έξω στο προαύλιο. Βγήκαμε στο προαύλιο και είπαμε πως δεν γυρίζουμε αν δεν μας φέρουν πίσω τη δασκάλα μας.
Απ έξω απ το σχολείο διαδηλώσεις γίνονταν. Κάτι γυμνάσια έκαναν λέει πορεία προς το Πολυτεχνείο. Κι εμείς από μέσα, εννιάχρονα παιδιά, περιμέναμε τη δασκάλα μας. Και μετά από δύο ημέρες η δασκάλα μας γύρισε. Γύρισε και μας πήρε στην αγκαλιά της. Μας πήρε στην αγκαλιά της και όλοι μαζί κλάψαμε. Αλλά μετά από λίγο δεν θα μας χαριζόταν. Είχαμε να διαβάσουμε τρεις μέρες. Και η κυρία Αλκμήνη ήταν αυστηρή. Ακόμα θυμάμαι τις φωνές της.

Αυτά ήθελα να σας γράψω σήμερα. Μπορεί να είναι μπερδεμένα, να μην έχουν ειρμό, να είναι οι σκόρπιες φωτογραφίες σε ένα μπαούλο σκονισμένο στο πατάρι, αλλά είναι απόλυτα αληθινές. Είναι η ίδια η ψυχή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου