Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Κάθε μεσημέρι φρίσκις


Ο Χρήστος Σ. κοίταξε με απλανές βλέμμα έξω από το παράθυρό του, στον τρίτο όροφο των κοντέϊνερς της κοινοπραξίας. Τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ μειώνονταν δραματικά και μαζί τους οι άνθρωποι που δούλευαν στο συγκρότημα. Πριν τρία χρόνια, ο Χρήστος θυμόταν πως μερικές φορές όταν αργούσε να φτάσει στη δουλειά, έπρεπε να αφήσει το αυτοκίνητό του έξω στον παράδρομο επειδή μέσα δεν χωρούσε. Τώρα μετράει με το ζόρι 4-5 οχήματα απ τα οποία τα 2 ήταν επισκεπτών.
- Πλησιάζει το τέλος, μουρμούριζε προσπαθώντας να θυμηθεί πώς τα πράγματα έφτασαν εδώ. 



150 άνθρωποι απολύθηκαν μέσα σ αυτά τα τρία χρόνια και στους περισσότερους το είχε ανακοινώσει ο ίδιος. Πολλές φορές μάλιστα του ζητούσαν από τα κεντρικά να απαοφασίσει αυτός γιά το ποιοί θα απολυθούν. Οι αποπάνω έλεγαν απλά ένα νούμερο. Και αυτός έπρεπε να φροντίζει να εφαρμόζει τις εντολές. Ωσπου δεν έμεινε σχεδόν κανένας και τώρα αυτός, ο Χρήστος Σ., γενικός συντονιστής του έργου και νούμερο 2 της κοινοπραξίας, ήταν εδώ γιά να διεκπεραιώνει γραφειοκρατικά θέματα και να περιμένει μήπως κάποια στιγμή φανεί φως στην άκρη του τούνελ.
Απέναντί του, το γραφείο της γραμματέως του ήταν πιά άδειο. Μόνο μερικά χρωματιστά μολύβια και μιά ξεθωριασμένη φωτογραφία των παιδιών της, εκτυπωμένη σε απλό χαρτί στον εκτυπωτή του γραφείου είχε μείνει γιά να θυμίζει πως καιρό πριν κάποιος καθόταν εκεί.
Ο διάδρομος πιά δεν έτριζε από τα βήματα των υπαλλήλων, σχεδόν νεκρική σιγή επικρατούσε πλέον στα κοντέϊνερς.
Εξω, στη πύλη, βρίσκονταν οι μόνοι "εργαζόμενοι" αυτής της κοινοπραξίας που δεν είχαν επηρεαστεί από τη κρίση. Τέσσερα γεροδεμένα μαντρόσκυλα, που αλυχτούσαν κάθε φορά που κάποιος περνούσε απ έξω ή έμπαινε μέσα από τη πύλη γιά να ζητήσει κάτι από τους φύλακες.
Τα τέσσερα αυτά σκυλιά βρίσκονταν εκεί από τη πρώτη μέρα που λειτούργησαν αυτά τα γραφεία και άντεχαν ακόμα. Είχαν γαβγίσει σε άπειρους καινούργιους υπαλλήλους που ξεκινούσαν την καριέρα τους στην εταιρία με όνειρα και ελπίδες γιά ένα καλύτερο μέλλον. Και τους είχαν γρυλίσει και πάλι την ημέρα της απόλυσής τους, τότε που με χαμένο βλέμμα κι ένα κενό στην ψυχή έπαιρναν το δρόμο της φυγής γιά το άγνωστο χωρίς επιστροφή.
Τα σκυλιά άντεχαν, οι άνθρωποι έφευγαν. Τα σκυλιά είχαν ακόμα δουλειά να κάνουν, οι άνθρωποι όχι.
Οσο το προσωπικό μειωνόταν, τόσο τα καθήκοντα αυτών που έφευγαν επιμερίζονταν σε αυτούς που έμεναν πίσω περιμένοντας τη σειρά τους. Στην αρχή ήταν οι σεκιουριτάδες της πύλης αυτοί που τάϊζαν τα σκυλιά. Μετά, όταν και οι φύλακες απολύθηκαν, ήταν ο μικρός που έβγαζε φωτοτυπίες. Μετά απολύθηκε κι αυτός και τα σκυλιά τα τάϊζε μιά καθαρίστρια που ερχόταν δυό ώρες κάθε μεσημέρι γιά ένα γρήγορο σκούπισμα στους διαδρόμους και τις τουαλέτες. 
Και τώρα, τώρα που κι αυτή έπαψε να έρχεται κάθε μέρα και ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα, ήταν αυτός, ο Χρήστος Σ, γενικός συντονιστής του έργου και νούμερο δύο της κοινοπραξίας, που έπρεπε κάθε μεσημέρι να γεμίζει τέσσερα μεγάλα μπολ με σκυλοτροφή και ένα τεράστιο ταψί με νερό και να τα αφήνει στον ειδικό περιφραγμένο χώρο των σκυλιών.
Κάθε απόγευμα, όταν πιά ο Χρήστος έφευγε γιά το σπίτι τελευταίος, αμολούσε τα σκυλιά στον προαύλιο χώρο και κλείδωνε την πόρτα της πύλης με ένα χοντρό λουκέτο.
Τα σκυλιά βολόδερναν όλο το βράδυ, έτοιμα και πάλι να γαβγίσουν και να δείξουν τα κοφτερά τους δόντια σε οποιονδήποτε πλησίαζε την περίφραξη και τη πύλη. 
Και κάθε πρωί, πάλι ο Χρήστος Σ. ήταν αυτός που πρώτος έφτανε στα γραφεία γιά να ανοίξει την πύλη και να μαντρώσει και πάλι τα σκυλιά
Δύσκολες εποχές - απλές λύσεις, σκέφτηκε από μέσα του ο Χρήστος κοιτάζοντας πάντα έξω απ το παράθυρό του, ώσπου το τηλέφωνό του χτύπησε και τον έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένος.
Ηταν το αφεντικό στην άλλη άκρη της γραμμής που του ζήτησε να περάσει από το γραφείο του.
Ο Χρήστος Σ γνώριζε καλά πως κάποια στιγμή θα γινόταν αυτό το τηλεφώνημα. Ηξερε καλά μέσα του πως δεν ήταν γιά καλό. Αναστενάζοντας σηκώθηκε από την βαριά δερμάτινη πολυθρόνα του και βγήκε στον διάδρομο. Κατευθύνθηκε στο πάρκινγκ και στο αμάξι του. Αφηρημένος όπως ήταν, βουτηγμένος στις σκέψεις του, άκουσε τα σκυλιά στο βάθος να γαβγίζουν. Ηταν η ώρα γιά το φαγητό τους, σκέφτηκε και πριν φύγει πήγε γρήγορα στο μικρό γραφειάκι του φυλάκιου και γέμισε τα μπολ τους. Τα τρία σκυλιά κούνησαν ανυπόμονα την ουρά τους. Το τέταρτο, εκείνο το μαύρο με την αντιπαθητική μούρη, συνέχισε να γρυλίζει και να δείχνει τα δόντια του. 
Ο Χρήστος Σ. σήκωσε το κεφάλι με περιέργεια και εξερεύνησε με το βλέμμα το χώρο προσπαθώντας να δει αν πλησίαζε κάποιος. Δεν είδε κανέναν. Ανοιξε το πορτάκι και πέρασε το χέρι του από μέσα γιά να αφήσει κάτω τα μπολ και τον κουβά με το νερό. Ο μαύρος σκύλος γρύλισε γιά μιά τελευταία φορά και μετά όρμησε στο χέρι του Χρήστου και το δάγκωσε.
Εκείνος τράβηξε γρήγορα το χέρι του ουρλιάζοντας και βλαστημώντας και ξανάκλεισε γρήγορα το πορτάκι. Ο μαύρος σκύλος τώρα γάβγιζε δυνατά. Και μετά επιτέθηκε στα υπόλοιπα σκυλιά και άρχισε να τα δαγκώνει
- Θεέ μου, έχει λυσσάξει, σκέφτηκε ο Χρήστος Σ. Πρέπει αμέσως να κάνω αντιλυσσικό ορό!

Η επίσκεψη στο γραφείο του αφεντικού καθυστέρησε λίγες ώρες καθώς ο Χρήστος κατευθύνθηκε στο πιό κοντινό νοσοκομείο γιά να κάνει τον ορό και να επιδέσει το χέρι του. Ο πόνος ήταν ακόμα έντονος, αλλά με τίποτα δεν μπορούσε να ξεπεράσει το άδειασμα που αισθανόταν μέσα του και την ανησυχία γι αυτά που είχε ν ακούσει. 
Το αφεντικό έδειξε ενδιαφέρον γιά το τραύμα του και πήρε ένα τηλέφωνο σε κάποιον. Μετά του εξέθεσε την κατάσταση που και ο ίδιος άλλωστε τη γνώριζε πολύ καλά. Η κυβέρνηση είχε γιά μιά φορά ακόμα αθετήσει τις υποσχέσεις της. Το έργο δεν θα ξεκινούσε στο άμεσο μέλλον, ίσως μάλιστα να ματαιωνόταν οριστικά. Ο Χρήστος Σ. δεν θυμόταν τα υπόλοιπα που ειπώθηκαν. Αλλωστε δεν είχαν και μεγάλη σημασία. Κάτι γιά ένα έργο στο Κατάρ άκουσε, ή πάλι ίσως να ξεκινούσε σε λίγο καιρό κάποιος δρόμος στην Αλβανία. 
Ο Χρήστος Σ. χαιρέτησε το αφεντικό με το άλλο χέρι, το γερό και έφυγε.
Επέστρεψε στο γραφείο του και μάζεψε τα πράγματά του. Ρίχνοντας μιά τελευταία ματιά στο πάρκινγκ είδε τα σκυλιά να γαβγίζουν με λύσσα και να δαγκώνονται μεταξύ τους.
Ενα πικρό χαμόγελο διαπέρασε τα χείλη του την ώρα που σήκωνε την πλαστική σακούλα με την κούπα του, το πιάτο και τα μαχαιροπίρουνά του.
- Ηρθε η ώρα, μουρμούρισε. Γιά σκυλιά και ανθρώπους ...  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου